ξεσκλαβώνω

ξεσκλαβώνω
ξεσκλάβωσα, ξεσκλαβώθηκα, ξεσκλαβωμένος
1. δίνω την ελευθερία, ελευθερώνω υπόδουλο: Ενίκησε ο κύρης τση κι η χώρα ξεσκλαβώθη (Ερωτόκριτος).
2. μτφ., απαλλάσσω κάποιον από δύσκολη θέση: Παραιτήθηκα και ξεσκλαβώθηκα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεσκλαβώνω — ξεσκλαβώνω, ξεσκλάβωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεσκλαβώνω — 1. απολυτρώνω από τη σκλαβιά, απελευθερώνω από τον ζυγό τής σκλαβιάς 2. απαλλάσσω κάποιον από ενόχληση …   Dictionary of Greek

  • απελευθερώνω — (AM ἀπελευθερῶ, όω) αποδίδω την ελευθερία σε δούλο νεοελλ. 1. αποδίδω την ελευθερία σε σκλαβωμένους λαούς, ξεσκλαβώνω 2. απαλλάσσω κάποιον από τα δεσμά, τον αποφυλακίζω 3. μτφ. απαλλάσσω κάποιον από κάτι, απολυτρώνω …   Dictionary of Greek

  • ξεσκλάβωμα — το [ξεσκλαβώνω] απελευθέρωση …   Dictionary of Greek

  • απελευθερώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. ελευθερώνω δούλο ή υπόδουλο, ξεσκλαβώνω: Οι αγωνιστές του 1821 απελευθέρωσαν ένα μέρος της πατρίδας μας. 2. απαλλάσσω κάποιον από κάτι κακό: Τον τελευταίο καιρό απελευθερώθηκα από αρκετά βάρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”